ἐμπολᾶς — ἐμπολᾶ̱ς , ἐμπολάω get by barter pres ind act 2nd sg (doric) ἐμπολεύς merchant masc acc pl ἐμπολή merchandise fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολάν — ἐμπολά̱ν , ἐμπολή merchandise fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολάς — ἐμπολά̱ς , ἐμπολή merchandise fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… … Dictionary of Greek
έμπολο — έμπολο, το και έμπουλο, το καθένα από τα κλώσματα που στρίβονται μαζί για να αποτελέσουν σκοινί: Βλέποντας το ναύκληρο που έστριφτε τα έμπολα μιας γούμενας (Α. Καρκαβίτσας ) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπολᾶν — ἐμπολάω get by barter pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐμπολάω get by barter pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐμπολάω get by barter pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐμπολᾶ̱ν , ἐμπολάω get by barter pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)